- φιλόκοσμος
- -ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 LtJ 8fond of adornment; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φιλόκοσμος — loving ornament masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκοσμος — η, ο / φιλόκοσμος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν πολύ τα στολίδια, τα κοσμήματα νεοελλ. αυτός που τού αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός μσν. αρχ. εκκλ. αυτός που αγαπά και επιθυμεί τα κοσμικά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
φιλόκοσμον — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem acc sg φιλόκοσμος loving ornament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκόσμοις — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκόσμου — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκόσμους — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκόσμων — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκόσμῳ — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκοσμα — φιλόκοσμος loving ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκοσμε — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκοσμοι — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)